Εἶμαι τοῦ ἥλιου θυγατέρα,
ἡ πιὸ ἀπ’ ὅλες χαϊδευτή·
χρόνια ἡ ἀγάπη τοῦ πατέρα
σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο μὲ κρατεῖ.
Ὅσο νὰ γείρω νεκρωμένη,
αὐτὸν τὸ μάτι μου ζητεῖ.
Εἶμαι ἡ ἐλιὰ ἡ τιμημένη!
Ὅπου κι ἄν λάχω κατοικία,
δὲ μ’ ἀπολείπουν οἱ καρποί·
ὡς τὰ βαθιά μου γηρατεῖα
δὲ βρίσκω στὴ δουλειὰ ντροπή.
Μ’ ἔχει ὁ Θεὸς εὐλογημένη
κι εἶμαι γεμάτη προκοπή.
Εἶμαι ἡ ἐλιὰ ἡ τιμημένη!
Φρίκη, ἐρημιά, νερό, σκοτάδι
τὴ γῆ τὴ θάψαν μιὰ φορά.
Ἐμὲ ζωῆς φέρνει σημάδι
στὸ Νῶε ἡ περιστερά.
Ὅλης τῆς γῆς εἶχα γραμμένη
τὴν ὀμορφάδα καὶ χαρά.
Εἶμαι ἡ ἐλιὰ ἡ τιμημένη!
Ἐδῶ στὸν ἴσκιο μου ἀποκάτου
ἦρθ’ ὁ Χριστὸς ν’ ἀναπαυτῆ
κι ἀκούστηκε ἡ γλυκιὰ λαλιά του
λίγο προτοῦ νὰ σταυρωθῆ.
Τὸ δάκρυ του, δροσιὰ ἁγιασμένη,
ἔχει στὴ ρίζα μου χυθῆ.
Εἶμαι ἡ ἐλιὰ ἡ τιμημένη!
Καὶ φῶς πραότατο χαρίζω
ἐγὼ στὴν ἄγρια τὴ νυχτιά.
Τὸν πλοῦτο πιὰ δὲν τὸν φωτίζω,
σὺ μ’ εὐλογεῖς, φτωχολογιά.
Κι ἄν ἀπ’ τὸν ἄνθρωπο διωγμένη,
θὰ φέγγω μπρὸς στὴν Παναγιά.
Εἶμαι ἡ ἐλιὰ ἡ τιμημένη!
Κωστής Παλαμάς